ἀναμεμιγμένῃ — ἀναμίγνυμι mix up perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) ἀναμεμῑγμένῃ , ἀναμίγνυμι mix up perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) ἀναμεμῑγμένῃ , ἀναμίγνυμι mix up perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακράχολος — ἀκράχολος, ον και ἀκρόχολος (Α) 1. αυτός που οργίζεται εύκολα, οξύθυμος, οργίλος 2. (για ζώα) άγριος 3. πολύ λυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ετυμολόγηση τής λ. από τον τ. *ἀκρᾱτ χολος < *ἄκρᾱς (=άκρατος) + χολή, όπου το α΄ συνθ. θα μπορούσε να θεωρηθεί… … Dictionary of Greek
οινόγαρον — οἰνόγαρον τὸ (Α) άλμη αναμεμιγμένη με οίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + γάρον «άλμη»] … Dictionary of Greek
ορλόν — το (χημ. τεχνολ.) ονομασία τεχνητής υφαντικής ύλης και ίνας που έχει αυξημένη μηχανική αντοχή και χρησιμοποιείται για την κατασκευή υφασμάτων αναμεμιγμένη με μαλλί ή άλλες υφαντικές ίνες … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
συρματίτις — ίτιδος, ἡ, A φρ. «συρματῑτις κόπρος» κόπρος αναμεμιγμένη με σύρματα, δηλ. με σκουπίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, ατος + κατάλ. ῖτις (πρβλ. σιδηρ ῖτις)] … Dictionary of Greek
υφαλοταινία — η, Ν σύνολο αβαθών χαλίκων από συμπιεσμένη άμμο, καθαρή ή αναμεμιγμένη με πηλό, που έχουν σχήμα ταινίας η οποία παρακολουθεί από κοντά το κύριο σχήμα τής ακτογραμμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφαλος + ταινία] … Dictionary of Greek